- περίνεως
- -ων, Α1. αυτός που δεν εκτελεί καμιά εργασία στο πλοίο, ο επιβάτης2. στον πληθ. οἱ περίνεῳοι επί πλέον ναύτες, οι εφεδρικοί3. κάθε περιττό σκεύος στο πλοίο4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίνεωνκαθεμιά από τις πλευρές τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. λιπό-νεως].
Dictionary of Greek. 2013.